- τηλεμηχανική
- η телемеханика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τηλεμηχανική — η, Ν τεχνολ. ο τηλεχειρισμός τών μηχανισμών και τών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telemechanic < τηλ(ε) * + μηχανική] … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek